- ελευθερόφρονας
- ο και ελευθερόφρων, -ον1. αυτός που σκέφτεται ελεύθερα2. αυτός που δεν έχει θρησκευτικές προκαταλήψεις3. (φιλοσ.) αυτός που ακολουθεί τον δεϊσμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελευθερόφρονας — η, ο 1. που σκέφτεται ελεύθερα. 2. ο απαλλαγμένος από θρησκευτικές και άλλες προκαταλήψεις ή προλήψεις. 3. (φιλοσ.), ο οπαδός του δεϊσμού, φιλοσοφικής θεωρίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελευθεροφρονώ — αμτβ., είμαι ελευθερόφρονας, (βλ. λ.), σκέφτομαι όπως αρμόζει σε ελεύθερο άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)